- αδέσμιος
- ἀδέσμιος, -ον (Α) [ἄδεσμος]ο άδεσμος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδέσμιον — ἀδέσμιος masc/fem acc sg ἀδέσμιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδεσμος — ἄδεσμος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται σε περιορισμό ή υπό επιτήρηση δίχως δεσμά ή φρουρούς («ὁ δ’ εκεῑνον μὲν ἐν ἀδέσμῳ φυλακῃ εἶχε», Θουκ. 3, 34) πρβλ. και το λατ. libera ή liberalis custodia 2. ανοιχτός 3. αυτός από τον οποίο έχει αφαιρεθεί ο… … Dictionary of Greek